ἀστερώδη

ἀστερώδη
ἀστερώδης
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἀστερώδης
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἀστερώδης
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευπατόριον — το (ΑΜ εὐπατόριο( ν) [Ευπάτωρ] νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη αστερώδη μσν. αρχ. βότανο κατά τών δηλητηριάσεων, που πήρε την ονομασία του από τον Μιθριδάτη τον Ευπάτορα, ο οποίος πρώτος ανακάλυψε τη… …   Dictionary of Greek

  • ηλίανθος — Πολυετής, ριζωματώδης πόα της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα), η οποία κατάγεται από την Αμερική. Στην Ελλάδα καλλιεργείται εδώ και πολλά χρόνια. Φτάνει σε ύψος 2 3 μ. και έχει κιτρινόχρυσα άνθη κατά κεφάλια με διάμετρο 3 8 εκ., που… …   Dictionary of Greek

  • ιεράκιο — (Ηieracium). Γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια των συνθέτων. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το όνομά του ετυμολογείται από τη λέξη ιέραξ (γεράκι), επειδή οι αρχαίοι πίστευαν ότι το αρπακτικό αυτό πτηνό δυνάμωνε την όρασή του τρώγοντας τον βλαστό του …   Dictionary of Greek

  • κιχόριο — ή κιχώριο το (Α κιχόριον) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη αστερώδη, οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει σημαντικά από οικονομική άποψη είδη, όπως είναι τα γνωστά με τις κοινές ονομασίες …   Dictionary of Greek

  • ρουδβεκία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. rudbeckia, από το όνομα τού Σουηδού επιστήμονα Olof Rudbeck] …   Dictionary of Greek

  • σανβιταλία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής Αμερικής που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sanvitalia, πιθ. από το όν. τού Ιταλού μαθηματικού F. Sanvitali ή από το όν. τής οικογένειας Sanvitali] …   Dictionary of Greek

  • σαντολίνα — και σαντολίνη, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. santolina, παρεφθαρμένος τ. αντί λατ. santonica (herba) «είδος φυτού» < santonicus < Santoni, έθνος… …   Dictionary of Greek

  • σενέκιο — και σηνέκιο, το, Ν βοτ. μεγάλο κοσμοπολιτικό γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη και περιλαμβάνει 1.500 περίπου είδη με μεγάλη ποικιλομορφία, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή 24 είδη …   Dictionary of Greek

  • σκορζονέρα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη, με 150 περίπου είδη, από τα οποία 9 απαντούν στην Ελλάδα και είναι κοινώς γνωστά ως σκορτσονέρα ή σταρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου …   Dictionary of Greek

  • σολιδάγο — το, Ν βοτ. γένος πολυετών ποωδών αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη, με 120 περίπου είδη, ορισμένα από τα οποία καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά και άλλα χρησιμοποιούνται ως θεραπευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”